
Τσουρούτικος -η -ο [tsurútikos] Ε5 : (οικ.) για ρούχο ή για κτ. κατασκευασμένο συνήθ. από ύφασμα, που είναι στενό ή και κοντό. τσουρούτικα ΕΠIΡΡ.
Είναι απο την τούρκικη λέξη çürüt, αόριστος του ρήματος çürür (φθείρω)
Το τσουρούτικο μπορεί να είναι ενα ρούχο (παντελόνι - φούστα :-p), το οποίο είναι στενό ή κοντό σε σχέση με αυτόν που το φοράει !
Επίσης το τσουρούτικο το χρησιμοποιούμε και μεταφορικά, για κάθε τι σχετικά μικρό ή στενόχωρο τσουρούτικο τραπεζομάντιλο, τσουρούτικο μαγαζί, τσουρούτικο χαρτάκι, τσουρούτικο γλέντι
Το τσουρούτικο είναι λίγο "τσίπικο"...
Χρήσιμη λέξη ;-)
Άντε γειάάάάάάάά....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου